- θα
- (μόριο)1. δηλώνει κάτι που πρόκειται να γίνει στο μέλλον («θα γράψω»)2. δηλώνει δυνητική διάθεση («θα έγραφα, αν είχα καιρό»)3. δηλώνει κάτι το πιθανό («κάτι θα τού έτυχε, γι* αυτό δεν ήρθε»).[ΕΤΥΜΟΛ. θα < θανά < θε' να (με αφομοίωση) < θελ' να (με απλοποίηση τού συμπλέγματος λν) < φράση θέλω /θέλει ίνα. Στους χρόνους τής Κοινής και στους πρώιμους μσν. χρόνους, ο μέλλοντας άρχισε να δηλώνεται περιφραστικά: έχω /έξομαι, ειμί /έσομαι, θέλω, μέλλω + απρμφ. ενεστ./αόρ. (π.χ. έχω γράψαι /γράφειν). Στους όψιμους μσν. χρόνους, ο μέλλοντας άρχισε να δηλώνεται με το θέλω / θέλει ίνα + υποτ., από το οποίο προέκυψε στους μεταβυζαντινούς χρόνους και μέχρι σήμερα η μορφή θα + υποτ.η μορφή αυτή με υποτ. ενεστ. δήλωνε τον διαρκή μέλλοντα (πρβλ. θα γράφω), ενώ με υποτ. αορ. τον στιγμιαίο μέλλοντα (πρβλ. θα γράψω), διάκριση που δεν γινόταν στην αρχ. ελλ. (το αρχ. γράψω σήμαινε «θα γράφω» και «θα γράψω»). Επίσης το θα συνδυαζόμενο με τον παρακμ. σχηματίζει στη νέα Ελλ. τον τετ. μέλλ., δηλώνει δηλαδή ότι μια πράξη θα ολοκληρωθεί στο μέλλον: π.χ. θα έχω τελειώσει σε δύο ώρες. Στη νέα Ελλ., εξάλλου, το θα, συνδυαζόμενο με παρωχημένους χρόνους, λειτουργεί ως υποθετική δυνητική έγκλιση: 1) θα + πρτ.: Αυτή η ρηματ. φράση αποτελεί την απόδοση υποθ. λόγων που δηλώνουν το απραγματοποίητο στο παρόν: π.χ. Αν είχα χρόνο, θα πήγαινα στο θέατρο. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι εξής ρηματ. φράσεις: α) θα + πρτ. τού ρ. μπορώ, με την οποία εκφράζεται μια δυνατότητα που προτείνεται, τίθεται υπό σκέψιν και αναφέρεται είτε στο παρελθόν: π.χ. θα μπορούσαμε να γράψουμε καλύτερα «δεν γράψαμε τόσο καλά», είτε στο μέλλον: π.χ. θα μπορούσες να πιάσεις δουλειά. Η ίδια ρηματ. φράση χρησιμοποιείται και ως ευγενική παράκληση: π.χ. θα μπορούσατε να μέ βοηθήσετε; αλλά και ως κριτική, εκφρασμένη με ευγενικό τρόπο: π.χ. θα μπορούσες να μιλάς καλύτερα «μίλα καλύτερα». β) θα + πρτ. τού ρ. θέλωεκφράζει επιθυμία: π.χ. θα ήθελα να πάω μια εκδρομή. γ) θα + πρτ. τού ρ. πρέπειεκφράζει υποχρέωση που προτείνεται και τίθεται υπό σκέψιν: π.χ. θα έπρεπε ίσως να τής τό πεις οίδιος. 2) θα + αόρ.: εκφράζει υποθετική σκέψη που αναφέρεται στο παρελθόν: π.χ. θα άργησε να φύγει από τη δουλειά «πιθανόν άργησε να φύγει». 3) θα + υπερσ.: αποτελεί απόδοση σε υποθ. λόγους που δηλώνουν το απραγματοποίητο στο παρελθόν: π.χ. Αν με άφηνες ήσυχη, θα είχα ήδη τελειώσει].
Dictionary of Greek. 2013.